κοπρολόγοι — κοπρολόγος dung gatherer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρολόγον — κοπρολόγος dung gatherer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρολόγων — κοπρολόγος dung gatherer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρολόγῳ — κοπρολόγος dung gatherer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρολογώ — (Α κοπρολογῶ, έω) [κοπρολόγος] νεοελλ. χρησιμοποιώ αισχρές λέξεις και φράσεις, είμαι κοπρολόγος αρχ. μαζεύω κοπριά … Dictionary of Greek
ORDINARIUS — I. ORDINARIUS apud Sueton. de Rhetorib. c. 2. Ordinarium eum appellat, deridens ut inflatum ac levem et sordidum; ubi perperam vulgo legitur Hordearium, scurra est. Ita enim apud Veteres scurra dicebatur. Festus, Ordinarius homo scurra ac… … Hofmann J. Lexicon universale
PYRRIAS — seu Pyrrhias, Graece Πυῤῥίας, sycophantae cuiusdam nomen, apud Comicum: ut et Pyrrander, Πύῤῥανδρος, apud eundem in Equitibus. Utrumque a voce πυῤῥὸς, qui color est stercoris humani. Unde apud eundem πυῤῥὸν, hôc sensu, in Ἐκκλησίαζ. Εἰ τοῦτό σοι… … Hofmann J. Lexicon universale
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
κοπρόστομος — η, ο (Μ κοπρόστομος, ον) βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek